φασσοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φάσσα]], [[φένω]]): doveslayer, the [[ἴρηξ]], ‘[[pigeon]]-[[hawk]],’ Il. 15.238†.
|auten=([[φάσσα]], [[φένω]]): doveslayer, the [[ἴρηξ]], ‘[[pigeon]]-[[hawk]],’ Il. 15.238†.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως επίθ. γερα<br />κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φασσοφόνος]]<br />[[είδος]] γερα<br />κιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάσσα]] «[[περιστέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-[[φόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασσοφόνος Medium diacritics: φασσοφόνος Low diacritics: φασσοφόνος Capitals: ΦΑΣΣΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phassophónos Transliteration B: phassophonos Transliteration C: fassofonos Beta Code: fassofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A dove-killing, ἴρηξ Il.15.238:—as Subst., the name of a kind of hawk, Arist HA615b7, 620a18, Gal.UP11.18, Porph.Abst.3.8:—so φασσο-φόντης, ου, ὁ, = foreg., Ael.NA12.4.

German (Pape)

[Seite 1258] wilde Tauben tödtend; ἴρηξ Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. φαβοτύπος.

Greek (Liddell-Scott)

φασσοφόνος: -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-φόντης, ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ εἶδος περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les colombes.
Étymologie: φάσσα, πεφνεῖν.

English (Autenrieth)

(φάσσα, φένω): doveslayer, the ἴρηξ, ‘pigeon-hawk,’ Il. 15.238†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως επίθ. γερα
κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες
2. το αρσ. ως ουσ. φασσοφόνος
είδος γερα
κιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλο-φόνος.