φιλοκίνδυνος: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;<br /><i>Sp.</i> φιλοκινδυνότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κίνδυνος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;<br /><i>Sp.</i> φιλοκινδυνότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κίνδυνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοκίνδυνος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, [[ριψοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αρνητική σημ.) [[απερίσκεπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοκίνδυνον</i><br />ο [[χαρακτήρας]] του φιλοκίνδυνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοκινδύνως]] Α<br />με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ριψο</i>-[[κίνδυνος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of danger, adventurous, X.An.2.6.7, Cyr.2.1.22, D.11.22; ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17; θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.Arist.17: Comp., Luc.Peregr.23: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.An.1.9.6: τὸ φ. adventurousness, Plu.2.966a, Luc.DMort.14.5, etc.: Adv. -νως X.Smp.4.33, OGI248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον Onos.1.24. 2 in bad sense, foolhardy, -ότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145, cf. Ael.VH12.23, Lib.Ep.14.2. Adv. -νως Luc.DMort. 19.2; διετέθησαν Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 1281] Gefahr liebend, wagehalsig; Xen. An. 2, 6,8; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος 1, 9,5; Dem. Lept. 145 u. A.; φιλοκινδύνως καὶ προθύμως διακεῖσθαι Pol. 3, 92, 5; φροντίς Diosc. 29 (VII, 707); adv. auch Xen. Symp. 4, 33.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κινδύνους, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 7. ἐν Κύρου Παιδ. 2. 1, 22, Δημ. 158. 5· βίος ἐπίπονος καὶ φ. Ἰσοκρ. 211C· θυμοειδὴς καὶ φ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 17· πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· ― τὸ φιλοκίνδυνον, τὸ ῥιψοκίνδυνον, ὁ ῥιψοκίνδυνος χαρακτήρ, Πλούτ. 2. 966Α, Λουκιαν. κλπ. ― Ἐπίρρ. φιλοκινδύνως, Ξεν. Συμπ. 4. 33. 2) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλοκινδυνότατος εἶ πάντων ἀνθρώπων Δημ. 501. 16, πρβλ. Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 12. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;
Sp. φιλοκινδυνότατος.
Étymologie: φίλος, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοκίνδυνος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον
ο χαρακτήρας του φιλοκίνδυνου.
επίρρ...
φιλοκινδύνως Α
με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ριψο-κίνδυνος)].