υπεράνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπεράνθρωπος, -ον, ΝΜΑ ἄνθρωπος
αυτός που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, που είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες (α. «υπεράνθρωπες προσπάθειες» β. «ὑπεράνθρωπον σοφίαν», Ωριγ.
γ. «ὑπεράνθρωπός τις ἀνὴρ καὶ τρισόλβιος», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υπεράνθρωπος
(στη φιλοσ. του Νίτσε) τύπος ιδανικού ανθρώπου, ανώτερου από τους συνήθεις ως προς τη δύναμη της σκέψης και την κυριαρχία της θέλησης, προς τον οποίο πρέπει να τείνει η ανθρωπότητα.
επίρρ...
υπερανθρώπως / ὑπερανθρώπως ΝΜ, και υπεράνθρωπα Ν
πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.