τρύγγας: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_14)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρύγγας''': ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ [[πύγαργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.
|lstext='''τρύγγας''': ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ [[πύγαργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ζώου, ο [[πύγαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του [[πύγαργος]].———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας [[σκολοπακίδες]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγγας Medium diacritics: τρύγγας Low diacritics: τρύγγας Capitals: ΤΡΥΓΓΑΣ
Transliteration A: trýngas Transliteration B: tryngas Transliteration C: tryggas Beta Code: tru/ggas

English (LSJ)

ὁ, v. l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.———————— (II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.