τετράδυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράδῠμος''': [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα [[ὁμοῦ]], Στράβ. 695. (-δυμος [[εἶναι]] φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ [[κατάληξις]], πρβλ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀμφίδυμος]]).
|lstext='''τετράδῠμος''': [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα [[ὁμοῦ]], Στράβ. 695. (-δυμος [[εἶναι]] φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ [[κατάληξις]], πρβλ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀμφίδυμος]]).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράδυμος]], -ον, Α<br />αυτός που γεννήθηκε [[μαζί]] με [[τρεις]] άλλους συγχρόνως και από την [[ίδια]] [[μητέρα]], [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] αδελφούς που γεννήθηκαν στην [[ίδια]] [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδυμο</i><br /><b>ανατ.</b> τα [[τέσσερα]] υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται [[πάνω]] και [[πίσω]] από τον υδραγωγό του Σύλβιους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράδυμα</i><br />[[τέσσερα]] [[παιδιά]] που προέρχονται από μία [[κύηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τετράδυμη [[κύηση]]» — [[κύηση]] στην οποία υπάρχουν [[τέσσερα]] [[παιδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα [[σύνολο]]) ο [[τέσσερεις]] φορές όμοιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του <i>δύ</i>-<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δίδυμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>δυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδῠμος Medium diacritics: τετράδυμος Low diacritics: τετράδυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΔΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrádymos Transliteration B: tetradymos Transliteration C: tetradymos Beta Code: tetra/dumos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fourfold, Opp.C.2.181; τ. τίκτειν to bear four at a birth, Str.15.1.22. (Cf. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος.)

German (Pape)

[Seite 1097] vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.

Greek (Liddell-Scott)

τετράδῠμος: [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα ὁμοῦ, Στράβ. 695. (-δυμος εἶναι φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ κατάληξις, πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος, ὡσαύτως ἀμφίδυμος).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράδυμος, -ον, Α
αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο
ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον υδραγωγό του Σύλβιους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράδυμα
τέσσερα παιδιά που προέρχονται από μία κύηση
3. φρ. «τετράδυμη κύηση» — κύηση στην οποία υπάρχουν τέσσερα παιδιά
αρχ.
(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα σύνολο) ο τέσσερεις φορές όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + δυμος (< θ. του δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντά-δυμος].