τοξάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[τόξον]]), opt. 3 pl. τοξαζοίατο, fut. [[τοξάσσεται]], aor. opt. [[τοξάσσαιτο]]: [[shoot]] [[with]] the [[bow]]; τινός, ‘at [[something]],’ Od. 8.218.
|auten=([[τόξον]]), opt. 3 pl. τοξαζοίατο, fut. [[τοξάσσεται]], aor. opt. [[τοξάσσαιτο]]: [[shoot]] [[with]] the [[bow]]; τινός, ‘at [[something]],’ Od. 8.218.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[τόξον]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τοξεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξάζομαι Medium diacritics: τοξάζομαι Low diacritics: τοξάζομαι Capitals: ΤΟΞΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: toxázomai Transliteration B: toxazomai Transliteration C: toksazomai Beta Code: toca/zomai

English (LSJ)

(τόξον)

   A shoot with a bow, Od.8.220,228: c. gen. objecti, shoot at, εἰ καὶ . . τοξαζοίατο φωτῶν ib.218; κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι 22.27: later c. acc., τ. θῆρας Opp.C.4.54.—Poet. word, for which τοξεύω is usual in Prose, but τοξάζω (Act.) occurs in Heraclit. All.13.

German (Pape)

[Seite 1127] mit dem Bogen schießen, Od.; wonach, τινός, 8, 218; τοξάσσεται, 22, 27; τοξάσσαιτο, 22, 78.

Greek (Liddell-Scott)

τοξάζομαι: μέλλ. -άσομαι, (τόξον)· ἀποθ., τοξεύω, ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ῥίπτω βέλος, τοξεύω πρός τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις εἶναι ἐν χρήσει τὸ τοξεύω.

French (Bailly abrégé)

tirer de l’arc : τινος contre qqn.
Étymologie: τόξον.

English (Autenrieth)

(τόξον), opt. 3 pl. τοξαζοίατο, fut. τοξάσσεται, aor. opt. τοξάσσαιτο: shoot with the bow; τινός, ‘at something,’ Od. 8.218.

Greek Monolingual

Α τόξον
(ποιητ. τ.) τοξεύω.