φυσιογνώμων: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui conjecture la nature d’une personne <i>ou</i> d’une chose, <i>particul.</i> qui sait juger qqn d’après sa mine, son air, sa physionomie.<br />'''Étymologie:''' [[φύσις]], [[γιγνώσκω]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui conjecture la nature d’une personne <i>ou</i> d’une chose, <i>particul.</i> qui sait juger qqn d’après sa mine, son air, sa physionomie.<br />'''Étymologie:''' [[φύσις]], [[γιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, [[φυσιγνώμων]], -ίγνωμον Α<br />αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου [[μετά]] από [[μελέτη]] τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, [[φυσιογνωμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυσιο</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[φύση]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οὐρανο</i>-[[γνώμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A judging of a man's character by his features, Arist.GA769b20, Phgn.805a18, 806a33, etc.
German (Pape)
[Seite 1318] ονος, eigtl. die Natur beurtheilend, nach der Natur urtheilend, gew. den Charakter des Menschen nach seiner natürlichen Bildung, bes. seinen Gesichtszügen beurtheilend, Arist. physiogn. 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ κρίνων περί τινος ἀνθρώπου ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς αὐτοῦ ὄψεως, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 3, 32, Φυσιογν. 1. 4., 2, 3. κλπ.· ― ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 1, χάριν τοῦ μέτρου, φυσιγνώμων ὁ σοφιστής.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui conjecture la nature d’une personne ou d’une chose, particul. qui sait juger qqn d’après sa mine, son air, sa physionomie.
Étymologie: φύσις, γιγνώσκω.
Greek Monolingual
-όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, -ίγνωμον Α
αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. οὐρανο-γνώμων.