φοινικοῦς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆ, οῦν :<br />d’un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
|btext=ῆ, οῦν :<br />d’un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. [[φοινίκεος]], -έα, -εον, και φαινικοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικοῡν</i><br />το βαθυκόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>οῦς</i> / -<i>έος</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikea</i>].———————— <b>(II)</b><br />-οῦσα, -οῦν, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοινικόεις]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικοῦς Medium diacritics: φοινικοῦς Low diacritics: φοινικούς Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ
Transliteration A: phoinikoûs Transliteration B: phoinikous Transliteration C: foinikoys Beta Code: foinikou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν,

   A v. φοινίκεος.

German (Pape)

[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικοῦς: -ῆ, -οῦν, ἴδε φοινικόεις

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
d’un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Greek Monolingual

(I)
-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, -έα, -εον, και φαινικοῡς, -οῡν, Α
1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν
το βαθυκόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -οῦς / -εος (πρβλ. χρυσ-οῦς / -έος). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikea].———————— (II)
-οῦσα, -οῦν, Α
βλ. φοινικόεις.