φιλεταίριος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_16) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλεταίριος''': -ον, = [[φιλέταιρος]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ [[φιλεταίριος]] [[[πούς]]], [[μέτρον]] μήκους, = 2/3 τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ. | |lstext='''φῐλεταίριος''': -ον, = [[φιλέταιρος]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ [[φιλεταίριος]] [[[πούς]]], [[μέτρον]] μήκους, = 2/3 τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[φιλέταιρος]]<br /><b>1.</b> [[φιλέταιρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[φιλεταίριος]] ή <i>τὸ [[φιλεταίριον]]<br />α) το [[φυτό]] [[πολεμόνιο]]<br />β) το [[φυτό]] ωκιμοειδές<br />γ) το [[φυτό]] απαρίνη<br />δ) [[κληματίδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλεταίριος]] [[πούς]]» — [[μέτρο]] μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 του βαβυλωνίου πήχεως.———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[φιλεταίριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[φιλεταίριον]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα θηλ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεταίριος: -ον, = φιλέταιρος, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ φιλεταίριος [[[πούς]]], μέτρον μήκους, = 2/3 τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α φιλέταιρος
1. φιλέταιρος
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον
α) το φυτό πολεμόνιο
β) το φυτό ωκιμοειδές
γ) το φυτό απαρίνη
δ) κληματίδα
3. φρ. «φιλεταίριος πούς» — μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 του βαβυλωνίου πήχεως.———————— (II)
ἡ, Α
φιλεταίριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του φιλεταίριον, κατά τα δευτερόκλιτα θηλ.].