χαυνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_22)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνόφρων''': φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[πεπυκνωμένος]] τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[χαλίφρων]].
|lstext='''χαυνόφρων''': φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[πεπυκνωμένος]] τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[χαλίφρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαῦνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>, <i>ὀλιγό</i>-<i>φρων</i>).
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαυνόφρων Medium diacritics: χαυνόφρων Low diacritics: χαυνόφρων Capitals: ΧΑΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: chaunóphrōn Transliteration B: chaunophrōn Transliteration C: chavnofron Beta Code: xauno/frwn

English (LSJ)

φρονος, ὁ, ἡ,

   A = χαλίφρων, Sch.Od.4.371.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόφρων: φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ πεπυκνωμένος τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χαλίφρων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων, ὀλιγό-φρων).