φιτίλι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι της καντήλας» γ. «φιτίλι της λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα»)
2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή φουρνέλου
3. σιρίτι
4. βύσμα σε τραύμα για την αποχέτευση του πύου
5. μτφ. ραδιουργία, υπονόμευση
6. φρ. «βάζω φιτίλια» — ραδιουργώ, ανάβω έριδες, πυροδοτώ φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. πτίλιον, πιθ. κατ' επίδραση του τουρκ. fitil < αραβ. fatīl].