ὑπόξηρος: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]·2. (για [[τόπο]]) αυτός που παρουσιάζει [[ξηρασία]] σε μικρό βαθμό<br /><b>3.</b> (για μέρη του σώματος) ο [[κάπως]] [[ισχνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat dry, πτύσματα, γλῶσσα, Id.Coac.363, Epid.7.22; ἐν τοῖς ὑ. in dry places, Plu.2.915e. 2 lean, slender, of parts that have not much flesh over them, Hp.Fract.4 vulg. (-ξυρα codd. opt.), v.l. for ὑπόξυροι in Id.Art.77.
German (Pape)
[Seite 1227] etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξηρος: -ον, ὀλίγον τι ξηρός, πτύσμα, γλῶσσα Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον ἰσχνός, ξηρός πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu sec.
Étymologie: ὑπό, ξηρός.
Greek Monolingual
-ον, Α ξηρός
1. ο κάπως ξηρός·2. (για τόπο) αυτός που παρουσιάζει ξηρασία σε μικρό βαθμό
3. (για μέρη του σώματος) ο κάπως ισχνός.