σῦφαρ: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le <i>lat.</i> suber « liège ». | |btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le <i>lat.</i> suber « liège ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ὁ, ἡ [[σῦφαρ]]<br />ρυτιδωμένος, γερασμένος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, [[ἄνθος]] τοῡ γάλακτος, γραῡς» <br />β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το [[δέρμα]] του φιδιού (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[σῦφαρ]] και το λατ. <i>sũber</i> «[[φελλός]], [[δρυς]]» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια [[κοινή]] [[ρίζα]] με αρκτικό <i>σ</i>-. Η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -<i>φ</i>-/ -<i>b</i>- στους δύο τ., αντίστοιχα]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a piece of old or wrinkled skin, Sophr.55, Call.Fr.49; Slough of a serpent, Luc.Herm.79, cf. Phryn.PS p.114 B. 2 skim of milk, = γραῦς 11, Sch.Nic.Al.91, Hsch. 3 wrinkled fig, Id. II as Adj., σῦφαρ, ὁ, ἡ, wrinkled, decrepit, Lyc.793; between ὠμογέρων and πέμπελος, prob. in Gal.6.379 (cf. Berl.Sitzb.1924.100).
German (Pape)
[Seite 1046] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst γραῦς. – Als adj. = sehr alt, σῦφαρ θανεῖται, Lycophr. 793; γέρων, ὑπεργέρων, ὁ λίαν γεγηρακώς, E. M
Greek (Liddell-Scott)
σῦφαρ: τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ ἔνδυμα, ἤτοι τὸ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ ἄνθος τοῦ γάλακτος, = γραῦς, Ἡσύχ. 3) σῦκον ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. σῦφαρ, ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, λίαν γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le lat. suber « liège ».
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].