φλυδαρός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6_4)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλῠδᾰρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[πλαδαρός]], [[ὑγρός]], μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.
|lstext='''φλῠδᾰρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[πλαδαρός]], [[ὑγρός]], μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[υγρός]] ή [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φλυδῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-[[αρός]], <i>πλαδ</i>-[[αρός]]). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>rudaro</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠδᾰρός Medium diacritics: φλυδαρός Low diacritics: φλυδαρός Capitals: ΦΛΥΔΑΡΟΣ
Transliteration A: phlydarós Transliteration B: phlydaros Transliteration C: flydaros Beta Code: fludaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A soft, flabby, Hp. ap. Gal.19.152.

German (Pape)

[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδ-αρός, πλαδ-αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].