φεύξιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, later form of
A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φ. βωμός Plu.2.166e. II = φευκτός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.
Greek (Liddell-Scott)
φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. φύξιμος.
Greek Monolingual
-ον, Α φεῡξις
1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός».