τραγίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_15) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγίαμβος''': ὁ, ὁ τραγικὸς [[ἴαμβος]], ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. [[Ἀπολλόδωρος]] Ἀσκληπιάδου. | |lstext='''τρᾰγίαμβος''': ὁ, ὁ τραγικὸς [[ἴαμβος]], ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. [[Ἀπολλόδωρος]] Ἀσκληπιάδου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[τραγικός]] [[ίαμβος]] («ἦρξε δὲ [[πρῶτος]] τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A tragic iambus. Suid. s.v. Ἀπολλόδωρος.
German (Pape)
[Seite 1133] ὁ, der tragische Jambus, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγίαμβος: ὁ, ὁ τραγικὸς ἴαμβος, ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλόδωρος Ἀσκληπιάδου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο τραγικός ίαμβος («ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἴαμβος.