τερθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_20)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερθρεύομαι''': ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. [[περί]] τινος Δημ. 1405. 27· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
|lstext='''τερθρεύομαι''': ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. [[περί]] τινος Δημ. 1405. 27· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κάνω]] [[χρήση]] σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρθρον]] με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική [[ενασχόληση]] με ένα [[θέμα]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>spitzfindig</i> [[λεπτομερώς]], σχολαστικά» <span style="color: red;"><</span> <i>Spitze</i> «[[άκρη]], [[αιχμή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>finden</i> «[[βρίσκω]]» και γαλλ. <i>pointiller</i> «[[λεπτολογώ]]» <span style="color: red;"><</span> <i>pointe</i> «[[αιχμή]], [[άκρη]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεύομαι Medium diacritics: τερθρεύομαι Low diacritics: τερθρεύομαι Capitals: ΤΕΡΘΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: terthreúomai Transliteration B: terthreuomai Transliteration C: terthreyomai Beta Code: terqreu/omai

English (LSJ)

   A use extreme subtlety, Arist. Top.156b38, Plu.2.43a, Gal.UP6.12, dub. cj. by Bgk. in Ar.Fr.198.9, cf. Pherecr.18 (dub.); τ. περί τινος D.61.15.

German (Pape)

[Seite 1093] dep. med., viel seltener act. τερθρεύω, Gaukeleien od. Blendwerk machen, bes. leeres, spitzfindiges Geschwätz führen, schwatzen; μάτην τερθρευώμεθα, Dem. 61, 15; Arist. Top. 8, 1; Plut. de audit. 7, auch = betrügen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεύομαι: ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. περί τινος Δημ. 1405. 27· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.

Greek Monolingual

Α
κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ. spitzfindig λεπτομερώς, σχολαστικά» < Spitze «άκρη, αιχμή» + finden «βρίσκω» και γαλλ. pointiller «λεπτολογώ» < pointe «αιχμή, άκρη»)].