τεινεσμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(c2)
(40)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1080.png Seite 1080]] ὁ, gespannter, harter Leib, Hartleibigkeit, Medic. u. Nic. Al. 382.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1080.png Seite 1080]] ὁ, gespannter, harter Leib, Hartleibigkeit, Medic. u. Nic. Al. 382.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τηνεσμός]], ο, ΝΑ<br />[[τάνυσμα]], επώδυνη [[τάση]] για [[αφόδευση]] ή για [[ούρηση]] προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό του αντίστοιχου σφιγκτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός και [[εκφραστικός]] όρος σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. του ρ. [[τείνω]] με [[επίθημα]] -[[εσμός]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πιεσμός]]. Η γρφ. [[τηνεσμός]] παραμένει δυσερμήνευτη και [[είναι]] πιθ. εσφαλμένη].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεινεσμός Medium diacritics: τεινεσμός Low diacritics: τεινεσμός Capitals: ΤΕΙΝΕΣΜΟΣ
Transliteration A: teinesmós Transliteration B: teinesmos Transliteration C: teinesmos Beta Code: teinesmo/s

English (LSJ)

ὁ, (τείνω)

   A a vain endeavour to evacuate, Hp.Aph.7.27, Epid.1.5 (pl.), Sor.2.12, Gal.8.383 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, gespannter, harter Leib, Hartleibigkeit, Medic. u. Nic. Al. 382.

Greek Monolingual

και τηνεσμός, ο, ΝΑ
τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό του αντίστοιχου σφιγκτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. του ρ. τείνω με επίθημα -εσμός, πιθ. αναλογικά προς το πιεσμός. Η γρφ. τηνεσμός παραμένει δυσερμήνευτη και είναι πιθ. εσφαλμένη].