συσσήπω: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>au pf. et au Pass.</i><br />pourrir <i>ou</i> se consumer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σήπω]]. | |btext=<i>au pf. et au Pass.</i><br />pourrir <i>ou</i> se consumer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σήπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
A macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.
Greek (Liddell-Scott)
συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.
French (Bailly abrégé)
au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.
Greek Monolingual
ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.