σφουγγάρι: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(40) |
(No difference)
|
Revision as of 12:56, 29 September 2017
Greek Monolingual
το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν
νεοελλ.
1. ο σπόγγος
2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό
3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» — είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος
β) «τραβώ σφουγγάρι»
μτφ. σβήνω, απαλείφω
μσν.-αρχ.
(ως υποκορ. του σφόγγος) σφουγγαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφογγάριον / σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. σφόγγος / σπόγγος με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι, σάπων: σαπούνι)].