ταχύνω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> hâter, accélérer;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se hâter, s’empresser.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]]. | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> hâter, accélérer;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se hâter, s’empresser.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[ταχύς]]<br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] (α. «τάχυνε το [[βήμα]] σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] με [[ταχύτητα]], [[είμαι]] [[ταχύς]] («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ [[ὅπου]] φθάσαι [[δέος]]», <b>Ξεν.</b>)<br />β) εμφανίζομαι, [[έρχομαι]] πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν [[ἀκμήν]] προδιαγνῶναι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ταχύνομαι</i><br />μετακινούμαι ή στρέφομαι με [[ταχύτητα]] («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπερχόμενός τι [[ταχύνω]]» — λέω [[κάτι]] βιαστικά (<b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A make quickly, κοιλὴν κάπετον χερσὶ ταχύνατε S.Aj.1404 (anap.); ὡς δύνασαι . . ταχύνας σπεῦσον κοιλὴν κάπετον ib.1164 (anap.); τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει such are the words by which he urging hastens me, i.e. urges me to hasten, E.Alc.257 (lyr.):— Pass., σελὶς ταχυνομένη quickly written, AP6.227 (Crin.). II intr., to be quick, make haste, hurry, A.Pers.692, Ch.660, S.OT861, OC219 (lyr.), Ar.Ec.582: in Prose, X.Cyr.8.5.15: c. gen., τοῦ ποιῆσαι LXX Ge.18.7. 2 to be early, ταχύνουσαν ἢ βραδύνουσαν ἀκμὴν προδιαγνῶναι Gal.19.201.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell od. eilig machen, beeilen, beschleunigen, – intrans., sich beeilen, eilen; Aesch. Ch. 149; σπερχόμενος ταχύνει, Eur. Alc. 257; Xen. Cyr. 8, 5, 15; Soph. O. C. 219 Ai. 1143; Long. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύνω: [ῡ], ποιῶ τι ταχέως, ἐπισπεύδω, ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην κάπετον χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε ταχέως κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· οὕτως, ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετον αὐτόθι 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, ταχέως στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ταχύς, ἐνεργῶ ταχέως, σπεύδω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
1 tr. hâter, accélérer;
2 intr. se hâter, s’empresser.
Étymologie: ταχύς.
Greek Monolingual
ΝΑ ταχύς
επισπεύδω, επιταχύνω (α. «τάχυνε το βήμα σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», Σοφ.)
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεργώ με ταχύτητα, είμαι ταχύς («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέος», Ξεν.)
β) εμφανίζομαι, έρχομαι πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν ἀκμήν προδιαγνῶναι», Γαλ.)
2. παθ. ταχύνομαι
μετακινούμαι ή στρέφομαι με ταχύτητα («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)
3. φρ. «σπερχόμενός τι ταχύνω» — λέω κάτι βιαστικά (Ευρ.).