τέρχνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br />branche, jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ους (τό) :<br />branche, jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τρέχνος]], -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[βλαστός]], [[βλαστάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τέρχνεα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐντάφια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔρ</i>-<i>νος</i>, <i>κτῆ</i>-<i>νος</i>), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα<br />ἐντάφια» συνδέεται με το [[είδος]] τών νεκρικών θυσιών (<b>πρβλ.</b> και «[[κάρπωσις]]<br />[[θυσία]] Ἀφροδίτης</i>», Ησύχιος)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρχνος Medium diacritics: τέρχνος Low diacritics: τέρχνος Capitals: ΤΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: térchnos Transliteration B: terchnos Transliteration C: terchnos Beta Code: te/rxnos

English (LSJ)

εος, τό,

   A twig, young shoot, Max.502, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, AP15.25 (Besant., pl.), Hsch.: τὰ τέρχνιja or τρέχνιja plants, young trees, Inscr.Cypr.135.9H.    II τέρχνεα· . . ἐντάφια, Hsch. (Cf. ταρχύω.)

German (Pape)

[Seite 1095] εος, τό, auch τρέχνος, Ast, Zweig, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τέρχνος: -εος, τό, ὡσαύτως, τρέχνος, νέος κλάδος, βλαστός, Μάξιμ. π. καταρχ. 502.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
branche, jeune pousse.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και τρέχνος, -εος, τὸ, Α
1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι
2. στον πληθ. τέρχνεα
(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -νος (πρβλ. ἔρ-νος, κτῆ-νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα
ἐντάφια» συνδέεται με το είδος τών νεκρικών θυσιών (πρβλ. και «κάρπωσις
θυσία Ἀφροδίτης», Ησύχιος)].