τετράσσαρον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(6_21) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράσσᾰρον''': τό, [[νόμισμα]] τεσσάρων ἀσσαρίων, τὸ Ρωμαϊκὸν sestertius, τέταρτον τοῦ δηναρίου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17. | |lstext='''τετράσσᾰρον''': τό, [[νόμισμα]] τεσσάρων ἀσσαρίων, τὸ Ρωμαϊκὸν sestertius, τέταρτον τοῦ δηναρίου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />χάλκινο ρωμαϊκό [[νόμισμα]] που είχε [[αξία]] τεσσάρων ασσαρίων και ισοδυναμούσε με έναν σηστέρτιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσσάριον]] «χάλκινο ρωμαϊκό [[νόμισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>assarius</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A coin worth four asses, i.e. the Roman sestertius, Arr.Epict.4.5.17.
German (Pape)
[Seite 1099] τό, vier Asses oder ein Sestertius, Arrian. Epict. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσσᾰρον: τό, νόμισμα τεσσάρων ἀσσαρίων, τὸ Ρωμαϊκὸν sestertius, τέταρτον τοῦ δηναρίου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων ασσαρίων και ισοδυναμούσε με έναν σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀσσάριον «χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα» (< λατ. assarius)].