τραυματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τραυμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τραύματα, [[ἀντίδοτος]], [[ῥίζα]] Διοσκ. 1. 130, κλπ.· τὰ τραυματικὰ (ἐξυπακ. φάρμακα) ὁ αὐτ. ἐν 1. 97.
|lstext='''τραυμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τραύματα, [[ἀντίδοτος]], [[ῥίζα]] Διοσκ. 1. 130, κλπ.· τὰ τραυματικὰ (ἐξυπακ. φάρμακα) ὁ αὐτ. ἐν 1. 97.
}}
{{grml
|mltxt=ή, -ό / [[τραυματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τραῦμα]], <i>τραύματος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τραύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε [[τραύμα]] («[[τραυματικός]] [[πυρετός]]» — [[πυρετός]] οφειλόμενος στην [[απορρόφηση]] προϊόντων αποδομής από μια τραυματική [[εστία]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιφέρει τραυματισμό, [[κυρίως]] [[ψυχικό]] («ο [[πόλεμος]] αυτός ήταν μια τραυματική [[εμπειρία]] για [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο [[γένος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τραυματικοί</i><br />οι τραυματίες, οι πληγωμένοι<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τραυματικά</i><br />φάρμακα χρήσιμα για την [[επούλωση]] τραυμάτων.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτικός Medium diacritics: τραυματικός Low diacritics: τραυματικός Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: traumatikós Transliteration B: traumatikos Transliteration C: travmatikos Beta Code: traumatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for wounds, ἀντίδοτος, [ῥίζα], Dsc.1.99, 3.3, etc.; τὰ τ. (sc. φάρμακα) Id.1.72.5; ἔστι (ἡ κόλλα) τραυματική Id.3.87, cf. 145.

German (Pape)

[Seite 1135] zur Wunde gehörig, sie betreffend, Diosc. u. a. Medic., auch = die Wunde heilend.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τραύματα, ἀντίδοτος, ῥίζα Διοσκ. 1. 130, κλπ.· τὰ τραυματικὰ (ἐξυπακ. φάρμακα) ὁ αὐτ. ἐν 1. 97.

Greek Monolingual

ή, -ό / τραυματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τραῦμα, τραύματος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύματραυματικός πυρετός» — πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική εστία)
2. μτφ. αυτός που επιφέρει τραυματισμό, κυρίως ψυχικό («ο πόλεμος αυτός ήταν μια τραυματική εμπειρία για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος»)
μσν.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τραυματικοί
οι τραυματίες, οι πληγωμένοι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τραυματικά
φάρμακα χρήσιμα για την επούλωση τραυμάτων.