τυρόγαλα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(b) |
(42) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] τό, erkl. Hesych. [[ὀῤῥός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] τό, erkl. Hesych. [[ὀῤῥός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τῡρόγαλα''': τό, [[ὀρός]], δηλ. τὸ ὑδατῶδες [[μέρος]] γάλακτος, Ideler Phys. 2. 259, 261· τυρόγαλον Μοσχόπουλος σ. 101 ἐν λέξ. ὀρ(ρ)ός. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ογάλακτος, το, ΝΜ, και [[τυρόγαλο]] Ν<br />[[παραπροϊόν]] της τυροκομίας, ωχροκίτρινο θολερό [[υγρό]] που απομένει [[μετά]] από την [[πήξη]] του γάλακτος και την [[αποστράγγιση]] του τυροπήγματος, αλλ. [[ορός]] γάλακτος ή κν. σίφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[γάλα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:58, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1164] τό, erkl. Hesych. ὀῤῥός.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρόγαλα: τό, ὀρός, δηλ. τὸ ὑδατῶδες μέρος γάλακτος, Ideler Phys. 2. 259, 261· τυρόγαλον Μοσχόπουλος σ. 101 ἐν λέξ. ὀρ(ρ)ός.
Greek Monolingual
-ογάλακτος, το, ΝΜ, και τυρόγαλο Ν
παραπροϊόν της τυροκομίας, ωχροκίτρινο θολερό υγρό που απομένει μετά από την πήξη του γάλακτος και την αποστράγγιση του τυροπήγματος, αλλ. ορός γάλακτος ή κν. σίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γάλα.