ὑδατώδης: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui fond en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui fond en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[ὑδατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υγρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υδατώδες</i><br /><b>βοτ.</b> επιφανειακή απεκκριτική [[δομή]] του φύλλου τών [[φυτών]], η οποία απορροφά [[νερό]] από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, [[φαινόμενο]] γνωστό ως [[σταγονόρροια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νερό]] («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ [[ὑγρά]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[υδρωπικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του νερού<br /><b>4.</b> (για [[έδεσμα]]) [[άνοστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑδατώδης]] [[κρύσταλλος]]» — [[πάγος]] που λειώνει, πολύ [[γλιστερός]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydathode</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑ. Id.Mete.364b21; [νέφος] -έστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑ. κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr.HP4.10.3. II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5. 2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].