ὑποκορισμός: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑποκορισμός]], ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκορίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μορφολογική και λεξιλογική [[λειτουργία]] της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η [[σμίκρυνση]] της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, [[καθώς]] και [[οικειότητα]] ή [[στοργή]] ή, αντίθετα, [[υποβιβασμός]] και [[καταφρόνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33. 2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.
German (Pape)
[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Greek Monolingual
ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.