ὑπολαΐς: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]].
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπολαΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑπολωΐς]] και [[ὑποληΐς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] [[στριτσίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπολαΐς]] [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. [[λαιός]] (Ι) «[[πετροκότσυφας]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ἐπιλαΐς]]). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypolais</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολᾱΐς Medium diacritics: ὑπολαΐς Low diacritics: υπολαΐς Capitals: ΥΠΟΛΑΪΣ
Transliteration A: hypolaḯs Transliteration B: hypolais Transliteration C: ypolais Beta Code: u(polai/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, an unknown small bird, Arist.HA564a2, cf. 592b22 (

   A v.l. ἐπιλαΐς), Thphr.CP2.17.9, Antig.Mir.100 (cj.), Hsch.; also ὑποληΐς, Id.

German (Pape)

[Seite 1222] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολᾱΐς: ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται ἐπιλαΐς)· ὁ δὲ τύπος ὑπολωΐς, εἶναι διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπολαΐς· ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».

French (Bailly abrégé)

[ᾱ] ΐδος (ἡ),
pouillot, oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid, ARSTT. HA 6.7.5, THPHR. CP 2.17.9.
Étymologie: ὑπό, λᾶς.

Greek Monolingual

η / ὑπολαΐς, -ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. λαιός (Ι) «πετροκότσυφας» (πρβλ. και ἐπιλαΐς). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. hypolais].