φαρμακερός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.)
2. ιοβόλος, δηλητηριώδης
3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια»)
β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός
γ) αυτός που προκαλεί μεγάλη βλάβη χωρίς να μπορεί κανείς να τον αποσοβήσει («το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε στην καρδιά του», δημ. τραγούδι).
επίρρ...
φαρμακερά Ν
με φαρμακερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθον-ερός)].