Κρονίων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κρονίων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />ο [[γιος]] του Κρόνου, ο [[Ζευς]] («ὅτ' [[ἔφησθα]] κελαινεφέϊ Κρονίωνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <span style="color: red;">+</span> πατρων. κατάλ. -<i>ίων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αττικ</i>-<i>ίων</i>, <i>Ουραν</i>-<i>ίων</i>)].
|mltxt=[[Κρονίων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />ο [[γιος]] του Κρόνου, ο [[Ζευς]] («ὅτ' [[ἔφησθα]] κελαινεφέϊ Κρονίωνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <span style="color: red;">+</span> πατρων. κατάλ. -<i>ίων</i> (πρβλ. <i>Αττικ</i>-<i>ίων</i>, <i>Ουραν</i>-<i>ίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:00, 19 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονίων Medium diacritics: Κρονίων Low diacritics: Κρονίων Capitals: ΚΡΟΝΙΩΝ
Transliteration A: Kroníōn Transliteration B: Kroniōn Transliteration C: Kronion Beta Code: *kroni/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.397, al.; Ζεὺς Κρονίων ib.502, al.: gen. Κρονίονος only Il.14.247, Od.11.620.    II Κρονιών (sc. μήν), name of a month at Samos, etc., SIG976.2 (ii B. C.), al. [Hom. has ῑ in Κρονίων, Κρονίονος, in other cases ῐ: but Tyrt.2.1, Pi.P.4.23, etc., use ῐ in Κρονίων.]

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίων: -ωνος, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡσαύτως, Ζεὺς Κρονίων· ἡ γεν. Κρονίονος ἀπαντᾷ μόνον ἐν Ἰλ. Ξ. 247, Ὀδ. Λ. 620. Ὁ Ὅμηρος ἔχει ῑ ἐν τοῖς Κρονίων, Κρονίονος, ἐν δὲ ἄλλαις πτώσεσι ῐ· ― ἀλλὰ ὁ Τυρταῖ. 5. 1, ὁ Πίνδ. Π. 4. 39, κτλ., ἔχουσιν ῐ ἐν τῷ Κρονίων.

French (Bailly abrégé)

ωνος ou ονος (ὁ) :
le fils de Cronos (Zeus).
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

Κρονίδης.

English (Slater)

Κρονίων (ᾰ but
   1 ῖ (P. 1.71), (N. 9.28) ) son of Kronos epith. of Zeus. λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων (P. 1.71) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις (P. 3.57) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) ὤπασε δὲ Κρονίων (N. 1.16) Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις (N. 9.19) εἰ δυνατόν, Κρονίων (N. 9.28) “πάτερ Κρονίων” (N. 10.76) “εὐ]ρύοπα Κρονίων Πα. 8A. 15. πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ (Pae. 15.5) Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ (supp. Lobel) Δ. . 1. Κρονίων Ζεύς (Κρονείων Π) ?fr. 334a. 9.

Greek Monolingual

Κρονίων, -ωνος, ὁ (Α)
ο γιος του Κρόνου, ο Ζευς («ὅτ' ἔφησθα κελαινεφέϊ Κρονίωνι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίων (πρβλ. Αττικ-ίων, Ουραν-ίων)].