αδαής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀδαής]])<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδέξιος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα [[προς]] την παλιότερη, ομηρική ήδη, [[λέξη]] [[ἀδαήμων]] που προέρχεται από την [[ίδια]] [[ρίζα]]. <i>Ἀδαής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐδάην]], απρμφ. [[δαῆναι]], αόρ. β΄ του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το ομόρριζο [[διδάσκω]] με μεταβιβαστική σημ. «[[κάνω]] κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. [[δάος]] (το) «[[γνώση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδαηστί</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἀδαής]])<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδέξιος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα [[προς]] την παλιότερη, ομηρική ήδη, [[λέξη]] [[ἀδαήμων]] που προέρχεται από την [[ίδια]] [[ρίζα]]. <i>Ἀδαής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐδάην]], απρμφ. [[δαῆναι]], αόρ. β΄ του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]» (πρβλ. το ομόρριζο [[διδάσκω]] με μεταβιβαστική σημ. «[[κάνω]] κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. [[δάος]] (το) «[[γνώση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδαηστί</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές (Α ἀδαής)
αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος
αρχ.
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < - στερητ. + ἐδάην, απρμφ. δαῆναι, αόρ. β΄ του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω με μεταβιβαστική σημ. «κάνω κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. δάος (το) «γνώση».
ΠΑΡ. μσν. ἀδαηστί].