ακάμας: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br /> | |mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />πρβλ. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. <i>ἄ</i>-<i>κμητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>, <i>ἀνδρό</i>-<i>κμητος</i>, <i>δουρί</i>-<i>κμητος</i>, <i>πυρί</i>-<i>κμητος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀκάμας (-αντος), ο (Α)
1. ακούραστος, ακαταπόνητος
«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής
«ἀκάμαντες πόνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνω
η λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. του «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμας
πρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. ἄ-κμητος, πολύ-κμητος, ἀνδρό-κμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].