αστυνόμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀστυνόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματικός]] της αστυνομίας<br /><b>2.</b> [[προϊστάμενος]] αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αστός]], αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προστατεύει την [[πόλη]]<br />α) «ἀστυνόμαι θεαί»<br />6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» — επίσημες κρατικές γιορτές<br />γ) «ἀστυνόμαι ὀργαί» — αισθήματα υπακοής στους νόμους της πόλης<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[ευθύνη]] για την [[τάξη]], την [[κατάσταση]] των [[δρόμων]] και των κτηρίων σε μια [[πόλη]]<br /><b>3.</b> (στη [[Ρώμη]]) ο [[πραίτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγρονόμος]], [[δασονόμος]], [[παιδονόμος]], [[τροχονόμος]])].
|mltxt=ο (Α [[ἀστυνόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματικός]] της αστυνομίας<br /><b>2.</b> [[προϊστάμενος]] αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αστός]], αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προστατεύει την [[πόλη]]<br />α) «ἀστυνόμαι θεαί»<br />6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» — επίσημες κρατικές γιορτές<br />γ) «ἀστυνόμαι ὀργαί» — αισθήματα υπακοής στους νόμους της πόλης<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[ευθύνη]] για την [[τάξη]], την [[κατάσταση]] των [[δρόμων]] και των κτηρίων σε μια [[πόλη]]<br /><b>3.</b> (στη [[Ρώμη]]) ο [[πραίτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (πρβλ. [[αγρονόμος]], [[δασονόμος]], [[παιδονόμος]], [[τροχονόμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (Α ἀστυνόμος)
νεοελλ.
1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας
2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ.
μσν.
ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη
αρχ.
1. αυτός που προστατεύει την πόλη
α) «ἀστυνόμαι θεαί»
6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» — επίσημες κρατικές γιορτές
γ) «ἀστυνόμαι ὀργαί» — αισθήματα υπακοής στους νόμους της πόλης
2. ως ουσ. εκείνος που έχει την ευθύνη για την τάξη, την κατάσταση των δρόμων και των κτηρίων σε μια πόλη
3. (στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νομος < νέμω (πρβλ. αγρονόμος, δασονόμος, παιδονόμος, τροχονόμος)].