ἀλγηδών: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) [[ἀλγῶ]]<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[πρόκληση]] πόνου. | |mltxt=ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) [[ἀλγῶ]]<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[πρόκληση]] πόνου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλγηδών:''' -όνος, ἡ ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αίσθημα]] πόνου, [[πόνος]], [[σωματικός]] [[πόνος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ψυχικό]] πόνο, [[πόνος]], [[θλίψη]], [[οδύνη]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 30 December 2018
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b : pl., Prt.354b. II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7 : pl., Phld.D.1.16, etc. III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.
German (Pape)
[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
•c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
•c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
•como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
•fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).
Greek Monolingual
ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.
Greek Monotonic
ἀλγηδών: -όνος, ἡ (ἀλγέω),
I. αίσθημα πόνου, πόνος, σωματικός πόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. λέγεται για ψυχικό πόνο, πόνος, θλίψη, οδύνη, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.