ἀνακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνακοντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> τινάζομαι [[προς]] τα [[επάνω]], [[ξεπετάγομαι]], [[αναβλύζω]]<br /><b>2.</b> (μεταγενέστερα με ενεργητική [[σημασία]]) [[εξακοντίζω]], [[εκτινάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκοντίζω]].
|mltxt=[[ἀνακοντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> τινάζομαι [[προς]] τα [[επάνω]], [[ξεπετάγομαι]], [[αναβλύζω]]<br /><b>2.</b> (μεταγενέστερα με ενεργητική [[σημασία]]) [[εξακοντίζω]], [[εκτινάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκοντίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνᾰκοντίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αμτβ., [[εξακοντίζω]] ή [[βάλλω]], [[χτυπώ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 17:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰκοντίζω Medium diacritics: ἀνακοντίζω Low diacritics: ανακοντίζω Capitals: ΑΝΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: anakontízō Transliteration B: anakontizō Transliteration C: anakontizo Beta Code: a)nakonti/zw

English (LSJ)

intr.,

   A dart or shoot up, αἷμα δ' ἀνηκόντιζε Il.5.113; so of water, Hdt.4.181.    2 causal, θαλασσίους αὔρας Callistr.Stat.14.

German (Pape)

[Seite 193] herausschleudern, nur intrans.; αἷμα, das Blut spritzt hervor, Il. 5, 113; ὕδωρ, das Wasser sprudelt auf, Her. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰκοντίζω: ἀμετάβ., ἀνορμῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι πρὸς τὰ ἄνω δίκην ἀκοντίου, αἷμα δ’ ἀνηκόντιζε Ἰλ. Ε. 113: οὕτως ἐπὶ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 181. 2) ἐνεργητικῶς, Φιλόστρ. 906.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνηκόντιζον;
s’élancer comme un trait, se précipiter.
Étymologie: ἀνά, ἀκοντίζω.

English (Autenrieth)

shoot up or forth, of blood, Il. 5.113†.

Spanish (DGE)

1 intr. saltar en chorro o surtidor αἷμα δ' ἀνηκόντιζε διὰ στρεπτοῖο χιτῶνος Il.5.113, de agua, Hdt.4.181.
2 tr. lanzar θαλασσίους αὔρας Callistr.14.3, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.8.
3 fig. apuntar, referirse εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ Meth.Symp.3.8 (p.35.9).

Greek Monolingual

ἀνακοντίζω (Α)
1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω
2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀκοντίζω.

Greek Monotonic

ἀνᾰκοντίζω: μέλ. -σω, αμτβ., εξακοντίζω ή βάλλω, χτυπώ, σε Ομήρ. Ιλ.