ἄγγαρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄγγᾱρος) -ου, ὁ <b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correo]], [[mensajero real]] en Persia, Pl.Com.239, Theopomp.Hist.109, Phot.α 93.<br /><b class="num">2</b> [[porteador]] Hsch., Phot.α 94, Sud., <i>Fr.Lex.III</i><br /><b class="num">•</b>fig. usado como insulto [[bruto]], [[hombre de mala vida]] ὁ [[ἀκρατής]], [[ἄγγαρος]], ὄλεθρος Men.<i>Fr</i>.164, [[βάρβαρος]], [[ἄγγαρος]] Men.<i>Fr</i>.312, Phot.α 93.<br /><b class="num">II</b> como adj. [[de correo]], [[postal]], [[mensajero]] ἄ. πῦρ fuego mensajero</i> de las hogueras que se encendieron sucesivamente para transmitir la caída de Troya, A.<i>A</i>.282, ἄ. ἡμίονοι mulas de posta</i> Lib.<i>Or</i>.18.143.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha interpr. como prést. del iran., donde a su vez sería prést. de una lengua prob. sem., y se ha pensado en un origen semejante para ἄγγελος; pero tb. puede ser un neologismo a partir de [[ἀγγαρήϊον]] (q.u.), por influencia de ἄγγελος. | |dgtxt=(ἄγγᾱρος) -ου, ὁ <b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correo]], [[mensajero real]] en Persia, Pl.Com.239, Theopomp.Hist.109, Phot.α 93.<br /><b class="num">2</b> [[porteador]] Hsch., Phot.α 94, Sud., <i>Fr.Lex.III</i><br /><b class="num">•</b>fig. usado como insulto [[bruto]], [[hombre de mala vida]] ὁ [[ἀκρατής]], [[ἄγγαρος]], ὄλεθρος Men.<i>Fr</i>.164, [[βάρβαρος]], [[ἄγγαρος]] Men.<i>Fr</i>.312, Phot.α 93.<br /><b class="num">II</b> como adj. [[de correo]], [[postal]], [[mensajero]] ἄ. πῦρ fuego mensajero</i> de las hogueras que se encendieron sucesivamente para transmitir la caída de Troya, A.<i>A</i>.282, ἄ. ἡμίονοι mulas de posta</i> Lib.<i>Or</i>.18.143.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha interpr. como prést. del iran., donde a su vez sería prést. de una lengua prob. sem., y se ha pensado en un origen semejante para ἄγγελος; pero tb. puede ser un neologismo a partir de [[ἀγγαρήϊον]] (q.u.), por influencia de ἄγγελος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄγγᾰρος:''' ὁ, Περσ. [[λέξη]] ·<br /><b class="num">I.</b> [[έφιππος]] [[ταχυδρόμος]]· ήταν έτοιμοι σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη γεωγραφική [[έκταση]] της Περσίας για να μεταφέρουν τα βασιλικά διατάγματα ή παραγγελίες· πρβλ. [[ἀγγαρήιος]], και βλ. σε Ξεν., Κύρ. 8. 6,17.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., ἄγγαρον [[πῦρ]], η [[φλόγα]] του αγγελιαφόρου που χρησιμοποιούνταν για τη [[μετάδοση]] μηνύματος (για την άλωσης της Τροίας), σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, in Persia,
A mounted courier, for carrying royal dispatches, Hdt.3.126, X.Cyr.8.6.17, Theopomp. Hist. 106, etc. 2 term of abuse ( = φορτηγός), ἄ. ὄλεθρος Men. 2 D., cf. Lib. Or.1.129. II as Adj., ἄ. πῦρ the courier flame, of beacon fires, A.Ag. 282; ἄ. ἡμίονοι posting-mules, Lib. Or.18.143. (Assyr. agarru, 'hired labourer'.)
German (Pape)
[Seite 10] ὁ (pers. W.), reitende Boten, welche stationsweise durch ganz Persien standen, um königliche Botschaften zu befördern, erster Anfang einer Posteinrichtung, s. Her. 8, 98; Xen. Cyr. 8, 6, 17; Suid. οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι. Daher Aesch. ἄγγαρον πῦρ (von Warte zu Warte fortgepflanztes) Signalfeuer, Ag. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγᾰρος: ὁ, Περσικὴ λέξις, = ἔφιππος ταχυδρόμος· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. ἀγγαρήϊος ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. πομπός, ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
courrier persan, requis par corvée de relais en relais pour le service du roi.
Étymologie: mot persan.
2ος, ον :
disposé par relais ; ἄγγαρον πῦρ ESCHL signaux de feu de distance en distance.
Étymologie: ἄγγαρος.
Spanish (DGE)
(ἄγγᾱρος) -ου, ὁ I 1correo, mensajero real en Persia, Pl.Com.239, Theopomp.Hist.109, Phot.α 93.
2 porteador Hsch., Phot.α 94, Sud., Fr.Lex.III
•fig. usado como insulto bruto, hombre de mala vida ὁ ἀκρατής, ἄγγαρος, ὄλεθρος Men.Fr.164, βάρβαρος, ἄγγαρος Men.Fr.312, Phot.α 93.
II como adj. de correo, postal, mensajero ἄ. πῦρ fuego mensajero de las hogueras que se encendieron sucesivamente para transmitir la caída de Troya, A.A.282, ἄ. ἡμίονοι mulas de posta Lib.Or.18.143.
• Etimología: Se ha interpr. como prést. del iran., donde a su vez sería prést. de una lengua prob. sem., y se ha pensado en un origen semejante para ἄγγελος; pero tb. puede ser un neologismo a partir de ἀγγαρήϊον (q.u.), por influencia de ἄγγελος.
Greek Monotonic
ἄγγᾰρος: ὁ, Περσ. λέξη ·
I. έφιππος ταχυδρόμος· ήταν έτοιμοι σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη γεωγραφική έκταση της Περσίας για να μεταφέρουν τα βασιλικά διατάγματα ή παραγγελίες· πρβλ. ἀγγαρήιος, και βλ. σε Ξεν., Κύρ. 8. 6,17.
II. ως επίθ., ἄγγαρον πῦρ, η φλόγα του αγγελιαφόρου που χρησιμοποιούνταν για τη μετάδοση μηνύματος (για την άλωσης της Τροίας), σε Αισχύλ.