ἀγαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[admirable]], [[maravilloso]] A.<i>Fr</i>.268, οὐκέτι μοι [[βίος]] ἀ. ya no me gusta la vida</i> E.<i>Hec</i>.168, cf. Pl.<i>Lg</i>.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.<i>HG</i> 2.3.56, cf. <i>An</i>.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.<i>Smp</i>.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos</i> Plu.<i>Aem</i>.22, cf. Procop.<i>Aed</i>.1.4.8, Synes.<i>Regn</i>.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación</i> S.E.<i>P</i>.3.184.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[admirable]], [[maravillosamente]] ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.<i>Fr</i>.314.249 (cj.), cf. X.<i>Ages</i>.1.24.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[admirable]], [[maravilloso]] A.<i>Fr</i>.268, οὐκέτι μοι [[βίος]] ἀ. ya no me gusta la vida</i> E.<i>Hec</i>.168, cf. Pl.<i>Lg</i>.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.<i>HG</i> 2.3.56, cf. <i>An</i>.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.<i>Smp</i>.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos</i> Plu.<i>Aem</i>.22, cf. Procop.<i>Aed</i>.1.4.8, Synes.<i>Regn</i>.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación</i> S.E.<i>P</i>.3.184.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[admirable]], [[maravillosamente]] ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.<i>Fr</i>.314.249 (cj.), cf. X.<i>Ages</i>.1.24.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἄγαμαι]], αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. [[τύπος]] του Ομηρ. [[ἀγητός]], [[αξιοθαύμαστος]], [[έξοχος]], σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀγαστῶς]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαστός Medium diacritics: ἀγαστός Low diacritics: αγαστός Capitals: ΑΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agastós Transliteration B: agastos Transliteration C: agastos Beta Code: a)gasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός,

   A admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.

Greek Monotonic

ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.