ἀγχοῦ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(big3_1)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[cerca]] ἀ. δ' ἱσταμένη <i>Il</i>.2.172, στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. <i>Od</i>.17.526, καθῆσθαι ἀ. Hippon.196.4, cf. S.<i>Tr</i>.962, ἀ. δ' ἠγερέθοντο A.R.4.1344<br /><b class="num">•</b>c. gen. πυλάων <i>Il</i>.24.709, Κυκλώπων <i>Od</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>c. dat. χεύμασιν ἀ. Pi.<i>N</i>.9.40, ἀ. τῇ ἵππῳ Hdt.3.85.<br /><b class="num">2</b> ref. a la semejanza [[parecido a]] λόγοι ἀ. τούτων Philostr.<i>VA</i> 6.16.
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[cerca]] ἀ. δ' ἱσταμένη <i>Il</i>.2.172, στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. <i>Od</i>.17.526, καθῆσθαι ἀ. Hippon.196.4, cf. S.<i>Tr</i>.962, ἀ. δ' ἠγερέθοντο A.R.4.1344<br /><b class="num">•</b>c. gen. πυλάων <i>Il</i>.24.709, Κυκλώπων <i>Od</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>c. dat. χεύμασιν ἀ. Pi.<i>N</i>.9.40, ἀ. τῇ ἵππῳ Hdt.3.85.<br /><b class="num">2</b> ref. a la semejanza [[parecido a]] λόγοι ἀ. τούτων Philostr.<i>VA</i> 6.16.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχοῦ:''' = [[ἄγχι]], κοντά, [[πλησίον]]· [[ἀγχοῦ]] δ' ἱσταμένη, σε Όμηρ.· με γεν., στον ίδ., σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 17:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχοῦ Medium diacritics: ἀγχοῦ Low diacritics: αγχού Capitals: ΑΓΧΟΥ
Transliteration A: anchoû Transliteration B: anchou Transliteration C: agchoy Beta Code: a)gxou=

English (LSJ)

   A = ἄγχι, near, freq. in Hom., usu. in phrase ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη (or -ος) Il.2.172, al.; στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, cf. 19.271; ἀ. καθῆσθαι Archil.Supp.3.3, cf. S.Tr.962: twice c. gen., Il.24.709, Od.6.5: c. dat., Pi.N.9.40, Hdt.3.85: in late Prose, λόγοι ἀ. τούτων Philostr.V A6.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχοῦ: ἄγχι, πλησίον, Λατ. prope, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπόλ., καὶ ἐν ἀρχῇ στίχου, ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη, Ἰλ. Β. 172, πρβλ. Δ. 92, 303, καὶ ἀλλ.· ― ἀπολ., ὡσαύτ. παρὰ Σοφ. Τρ. 962, Ἀποσπ. 69, δὶς μ. γεν., Ἰλ. Ω. 789, Ὀδ. Ζ. 5, ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἀγχοῦ ἱστάμενος ἢ -μένη. πλὴν ἐν Ὀδ. Ρ. 526., Τ. 271, ὡσαύτως μ. δοτ., Πινδ. Ν. 9. 95, Ἡρόδ. 3. 85, ἀλλὰ πρβλ. ἄγχι· ― Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν, ἴδε Λουκ. Νέρ. 9. Μεταγενέστεροι τύποι εἰσὶν ἀγχότερος, ἀγχοτάτω, ἅπερ ἴδε. (Ὅρα ἐν λ. ἄγχω.)

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 près, auprès, gén. ou dat. ; Sp. ἀγχοτάτω, très près, le plus près ; fig. οἱ ἀγχοῦ προσήκοντες HDT les plus proches parents;
2 très près par la ressemblance, semblablement ; Sp. neutre adv. • ἀγχότατα, m. sign.
Étymologie: ἄγχι.

English (Autenrieth)

ἄγχι.

English (Slater)

ἀγχοῡ prep. c. dat.
   1 near λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χείμασιν ἀγχοῦ (N. 9.40)

Spanish (DGE)

adv.
1 cerca ἀ. δ' ἱσταμένη Il.2.172, στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, καθῆσθαι ἀ. Hippon.196.4, cf. S.Tr.962, ἀ. δ' ἠγερέθοντο A.R.4.1344
c. gen. πυλάων Il.24.709, Κυκλώπων Od.6.5
c. dat. χεύμασιν ἀ. Pi.N.9.40, ἀ. τῇ ἵππῳ Hdt.3.85.
2 ref. a la semejanza parecido a λόγοι ἀ. τούτων Philostr.VA 6.16.

Greek Monotonic

ἀγχοῦ: = ἄγχι, κοντά, πλησίον· ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη, σε Όμηρ.· με γεν., στον ίδ., σε Ηρόδ.