ἀκρωνία: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρωνία]], η (Α)<br />[[ἄκρων]]<br />πιθ. ο [[ακρωτηριασμός]].
|mltxt=[[ἀκρωνία]], η (Α)<br />[[ἄκρων]]<br />πιθ. ο [[ακρωτηριασμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρωνία:''' ἡ, αμφίβ. [[λέξη]] σε Αισχύλ., πιθ. [[ἀκρωτηριασμός]], [[ακρωτηριασμός]], [[σακάτεμα]], [[κουτσούρεμα]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωνία Medium diacritics: ἀκρωνία Low diacritics: ακρωνία Capitals: ΑΚΡΩΝΙΑ
Transliteration A: akrōnía Transliteration B: akrōnia Transliteration C: akronia Beta Code: a)krwni/a

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A = ἀκρωτηριασμός, A.Eu.188; but expl. as ἄθροισμα by Hdn.Gr.1.294 ap.Sch. (reading κακῶν ἀ.), cf. AB372.

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄθροισμα. παράστασις, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωνία: ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς ἀκρωτηριασμός, ὅπερ ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ ἀκρωνία διὰ τοῦ κακῶν ἄθροισις, τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ λέξις ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, ἀκρότης, ἀκμή: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. χλοῦνις.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le supplice de l’amputation des extrémités.
Étymologie: ἄκρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 mutilación A.Eu.188, Hdn. en Sch.A.Eu.188b.
2 acumulación (por lectura ἀ. κακοῦ en A.Eu.188), Hdn.Gr.1.294, Sch.A.Eu.188d, AB 372.

Greek Monolingual

ἀκρωνία, η (Α)
ἄκρων
πιθ. ο ακρωτηριασμός.

Greek Monotonic

ἀκρωνία: ἡ, αμφίβ. λέξη σε Αισχύλ., πιθ. ἀκρωτηριασμός, ακρωτηριασμός, σακάτεμα, κουτσούρεμα.