ἀκόνιτος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκόνιτος]], -ον (Α) [[κονίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη [[σκόνη]] του στίβου ή της παλαίστρας<br /><b>2.</b> όποιος πετυχαίνει [[κάτι]] [[χωρίς]] αγώνα και κόπο.
|mltxt=[[ἀκόνιτος]], -ον (Α) [[κονίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη [[σκόνη]] του στίβου ή της παλαίστρας<br /><b>2.</b> όποιος πετυχαίνει [[κάτι]] [[χωρίς]] αγώνα και κόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόνῑτος:''' -ον ([[κόνις]]), ο [[χωρίς]] κονιορτό, [[σκόνη]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνῑτος Medium diacritics: ἀκόνιτος Low diacritics: ακόνιτος Capitals: ΑΚΟΝΙΤΟΣ
Transliteration A: akónitos Transliteration B: akonitos Transliteration C: akonitos Beta Code: a)ko/nitos

English (LSJ)

ον, (κονίω)

   A without dust, combat or struggle, Q.S.4.319.    II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans poussière, sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.

Spanish (DGE)

(ἀκόνῑτος) -ον

• Grafía: graf. -νη- Hsch.
1 carente de polvo e.e. carente de esfuerzo ἔλαβον ἀκόνιτον ἄεθλον Q.S.4.319.
2 adv. -ως sin esfuerzo Hsch. < ἀκόνῑτος ἄκονοι· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ
1 bot. antora, Aconitum anthora L., prob. Euph.56.
2 veneno extraído de la planta AP 11.123 (Hedyl.).

Greek Monolingual

ἀκόνιτος, -ον (Α) κονίω
1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη του στίβου ή της παλαίστρας
2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.

Greek Monotonic

ἀκόνῑτος: -ον (κόνις), ο χωρίς κονιορτό, σκόνη.