ἄλγημα: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλγημα]], το (Α) [[ἀλγῶ]]<br />[[πόνος]] (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), [[οδύνη]]. | |mltxt=[[ἄλγημα]], το (Α) [[ἀλγῶ]]<br />[[πόνος]] (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), [[οδύνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄλγημα:''' -ατος, τό ([[ἀλγέω]]), [[πόνος]], [[πάθημα]], σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19; οὐκ ἔστι λύπης ἄ. μεῖζον Men.667.
German (Pape)
[Seite 90] τό, Schmerz, Soph. Phil. 340. 1155; Men. bei Stob. Floril. 99, 7; Plut. Sull. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγημα: τό, πόνος ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, πόνος, πάθημα, Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 dolor físico, παροξύνονται τὰ ἀλγήματα Hp.VM 6, cf. Acut.19, ἀ. ναρκῶδες Plu.Sull.26, cf. Epicur.Sent.[5] 29, Plot.6.1.19
•c. gen. μετώπου Hp.Coac.262, σκελέων Hp.Acut.(Sp.) 2, ὅλου τοῦ σώματος D.54.11, τῶν ὀδόντων Archig. en Gal.12.876, τοῦ ποδός PBremen p.130.5 (II d.C.), τῆς γαστρός I.AI 19.350, ἀκοῆς Ph.1.693
•c. otras constr. ἐς ἰσχία ἀ. Hp.Coac.291, περὶ τὸν νῶτον Arist.HA 512b18, cf. 25.
2 pena, sufrimiento moral παλαιὸν ἄλγημα S.Ph.1170, cf. 340, E.Fr.507, Men.Fr.848, LXX Ec.1.18.
Greek Monolingual
ἄλγημα, το (Α) ἀλγῶ
πόνος (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), οδύνη.