ἀκοντιστής: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀκοντιστής]]) [[ἀκοντίζω]]<br />ο [[αθλητής]] του ακοντισμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει το [[ακόντιο]] και [[πιθανώς]] [[καθετί]] [[άλλο]] που μπορεί να ρίξει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οπλίτης]] ειδικού πολεμικού σώματος. | |mltxt=ο (Α [[ἀκοντιστής]]) [[ἀκοντίζω]]<br />ο [[αθλητής]] του ακοντισμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει το [[ακόντιο]] και [[πιθανώς]] [[καθετί]] [[άλλο]] που μπορεί να ρίξει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οπλίτης]] ειδικού πολεμικού σώματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκοντιστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀκοντίζω]]), [[τοξότης]], [[ακοντιστής]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A darter, javelin-man, Il.16.328, Od.18.262, Hdt.8.90, A.Pers.52, Th.3.97, Theoc.17.55, etc.
German (Pape)
[Seite 77] οῦ, ὁ, Speerwerfer, Hom. zweimal, ἀκοντισταί Iliad. 16, 328, ἀκοντιστάς Od. 18, 262; – bei Xen. oft mit τοξόται u. σφενδονῆται verbunden. – Adj. πέτρος ἀκ. στήθεος, ein Fels, der die Brust trifft, Agath. 77 (IX, 204); μόχθος ἀκ. ἑκηβολίης, vom Netzauswerfen, Iul. Aeg. 8 (VI, 26).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ῥίπτων ἀκόντιον, Ἰλ. ΙΙ. 328, Ὀδ. Σ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἀκοντιστήρ.
English (Autenrieth)
javelin-thrower, javelin-hurling, as adj. Il. 16.328.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tirador de jabalina o venablo ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῥυτῆρας ὀϊστῶν Od.18.262, cf. Il.16.328, Hdt.8.90, A.Pers.52, Th.3.97, Theoc.17.55, Plu.Marc.12.4, Plb.2.30.1, 5.82.11, 3.69.8, Luc.DMort.12.2, D.C.53.25.6
•en certámenes agon. IG 12(5).647.28 (Ceos III a.C.), IG 22.766.46 (III a.C.), 1028.52 (I a.C.).
2 que hiere como un dardo c. gen. πέτρος ἀ. στήθεος AP 9.204 (Agath.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀκοντιστής) ἀκοντίζω
ο αθλητής του ακοντισμού
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς
2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος.
Greek Monotonic
ἀκοντιστής: -οῦ, ὁ (ἀκοντίζω), τοξότης, ακοντιστής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.