ἀνακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνακεράννυμι]] και -ύω (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ανάμιξη]], [[ανακατώνω]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[ενώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]], -<i>ύω</i> «[[αναμιγνύω]], [[συνενώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάκρασις]].
|mltxt=[[ἀνακεράννυμι]] και -ύω (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ανάμιξη]], [[ανακατώνω]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[ενώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]], -<i>ύω</i> «[[αναμιγνύω]], [[συνενώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάκρασις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακεράννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· [[ανακατεύω]] ή [[αναμειγνύω]], <i>κρητῆρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οἶνον]], σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εκεράσθην</i>, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεράννῡμι Medium diacritics: ἀνακεράννυμι Low diacritics: ανακεράννυμι Capitals: ΑΝΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anakeránnymi Transliteration B: anakerannymi Transliteration C: anakerannymi Beta Code: a)nakera/nnumi

English (LSJ)

and ἀνακεραννύω,

   A mix up or again, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Od. 3.390; οἶνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον Ar.Ra.511: metaph., τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀ. ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25; κοινωνίαις πολέμων -ασθέντες D.H.1.60:—Pass., πολλῷ τῷ θνητῷ ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a: aor. -κεράσθην Id.Ti.87a, part. -κρᾱθείς Plu.Rom.29.

German (Pape)

[Seite 191] (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖθις ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.

French (Bailly abrégé)

mélanger.
Étymologie: ἀνά, κεράννυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -ύω Plu.2.949f
1 v. act. mezclar c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου Od.3.390, οἶνον Ar.Ra.511
c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.Ba.126
c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.
v. med.-pas. mezclarse (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.Ti.87a, cf. S.E.P.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes Cels.4.13.
2 v. act. fig. unir, reconciliar τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.

Greek Monolingual

ἀνακεράννυμι και -ύω (Α)
1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά
2. συνδέω, ενώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεράννυμι, -ύω «αναμιγνύω, συνενώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις.

Greek Monotonic

ἀνακεράννῡμι: και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· ανακατεύω ή αναμειγνύω, κρητῆρα, σε Ομήρ. Οδ.· οἶνον, σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ -εκεράσθην, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.