ἀναθορυβέω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar muestras de aprobación ruidosamente]], [[aplaudir]] οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.<i>Prt</i>.334c, cf. X.<i>An</i>.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.<i>An</i>.6.1.30, cf. Pl.<i>Smp</i>.198a<br /><b class="num">•</b>abs. [[ἅμα]] ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.<i>Euthd</i>.276b.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[conmocionar]], [[alterar]] μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.<i>HE</i> 4.15.1, cf. Hsch. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar muestras de aprobación ruidosamente]], [[aplaudir]] οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.<i>Prt</i>.334c, cf. X.<i>An</i>.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.<i>An</i>.6.1.30, cf. Pl.<i>Smp</i>.198a<br /><b class="num">•</b>abs. [[ἅμα]] ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.<i>Euthd</i>.276b.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[conmocionar]], [[alterar]] μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.<i>HE</i> 4.15.1, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]], [[εκφράζω]] [[δυνατά]] την [[επιδοκιμασία]] μου, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδοκιμάζω]], [[χειροκροτώ]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.
German (Pape)
[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.
Spanish (DGE)
1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
•abs. ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.HE 4.15.1, cf. Hsch.
Greek Monotonic
ἀναθορῠβέω: μέλ. -ήσω,
I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν.
II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.