Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμανθάνω]] (ΑΜ)<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[παίρνω]] ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.
|mltxt=[[ἀναμανθάνω]] (ΑΜ)<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[παίρνω]] ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμανθάνω Medium diacritics: ἀναμανθάνω Low diacritics: αναμανθάνω Capitals: ΑΝΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: anamanthánō Transliteration B: anamanthanō Transliteration C: anamanthano Beta Code: a)namanqa/nw

English (LSJ)

   A inquire closely, Hdt.9.101; learn afresh, Hsch.; simply, learn, D.S.34.17, Ph.1.406.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μανθάνω), wieder, von neuem lernen; ausforschen, Her. 9, 101, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμανθάνω: μανθάνω τι μετ’ ἀκριβείας, λαμβάνω ἀκριβεῖς πληροφορίας, ἐξετάζω λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 9. 101. - «ἀναμάθω, ἐξ ἀρχῆς μάθω» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

chercher à savoir.
Étymologie: ἀνά, μανθάνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμμ- Hsch.
1 indagar Hdt.9.101, I.AI 3.222
aor. saber, enterarse de τὸν θάνατον D.S.34.17, cf. Ph.1.406, Clem.Al.Strom.7.1.1.
2 aprender desde un principio Hsch.
ἀμμάθω· μεταμέλωμαι Hsch.

Greek Monolingual

ἀναμανθάνω (ΑΜ)
μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.

Greek Monotonic

ἀναμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, εξετάζω προσεκτικά, σε Ηρόδ.