ἀναφανδά: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(big3_4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ]<br />[[abiertamente]], [[a la vista]] οὐ [[γάρ]] πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας <i>Od</i>.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς [[Ἀθήνη]] <i>Od</i>.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. <i>PHamb</i>.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ]<br />[[abiertamente]], [[a la vista]] οὐ [[γάρ]] πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας <i>Od</i>.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς [[Ἀθήνη]] <i>Od</i>.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. <i>PHamb</i>.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφανδά:''' επίρρ. (<i>ἀναφαίνομαι</i>), ορατά, [[φανερά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφανδά Medium diacritics: ἀναφανδά Low diacritics: αναφανδά Capitals: ΑΝΑΦΑΝΔΑ
Transliteration A: anaphandá Transliteration B: anaphanda Transliteration C: anafanda Beta Code: a)nafanda/

English (LSJ)

Adv.

   A visibly, openly, before the eyes of all, opp. κρύβδην, Od.3.221, 11.455: as neut. Adj., A.R.4.84.

German (Pape)

[Seite 213] (ἀναφαίνω), sichtbar, vor aller Augen, Ggstz κρύβδην, Od. 11, 455; 3, 221. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφανδά: ἐπίρρ. (ἀναφαίνω) φανερῶς, ἐνώπιον πάντων, ἀναφανδόν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κρύβδην, οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Ὀδ. Γ. 221· κρύβδην, μηδ’ ἀναφανδὰ Λ. 455· παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 84. καὶ ὡς οὐδ. ἐπίθ. (ἴδε ἐν λέξει ἀμφαδά).

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω.

English (Autenrieth)

and ἀναφανδόν: openly, publicly, ‘regularly.’

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ]
abiertamente, a la vista οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Od.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη Od.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. PHamb.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.

Greek Monotonic

ἀναφανδά: επίρρ. (ἀναφαίνομαι), ορατά, φανερά, σε Ομήρ. Οδ.