Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδραποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδραποδισμός]], ο και [[ἀνδραπόδισις]], η (Α)<br />η [[υποδούλωση]] και [[πώληση]] ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, [[εξανδραποδισμός]].
|mltxt=[[ἀνδραποδισμός]], ο και [[ἀνδραπόδισις]], η (Α)<br />η [[υποδούλωση]] και [[πώληση]] ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, [[εξανδραποδισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδισμός:''' ὁ, η [[πώληση]] ελεύθερων ανθρώπων ως [[δούλων]], [[υποδούλωση]], [[σκλαβιά]], [[εξανδραποδισμός]], σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδισμός Medium diacritics: ἀνδραποδισμός Low diacritics: ανδραποδισμός Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: andrapodismós Transliteration B: andrapodismos Transliteration C: andrapodismos Beta Code: a)ndrapodismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A selling into slavery, enslaving, Th.2.68, Isoc.4.100, etc.; πατρίδος D.1.5.    II of individuals, kidnapping, whether of free men or other people's slaves, ὑπόδικος -ισμοῦ liable to action for kidnapping, Pl.Lg.879a, 955a.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, a) Unterjochung, Verknechtung eroberter Städte u. gefangener Feinde, Isocr. 8, 37; ἀνάστασις καὶ ἀνδρ. abdi Dem. 1, 5; vgl. 19, 65; als Strafe für rebellische Unterthanen, die ganze Einwohnerschaft als Sklaven verkauft, Μηλίων Isocr. 4, 100. – b) Verkaufen freier Leute als Sklaven, ein Todesverbrechen, plagium; dazu gehört auch ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος ὁ μετὰ τοῦ δούλου τεχνάζων Plat. Legg. IX, 872 a u. ἐάν τίς τινα δίκῃ παραγενέσθαι κωλύσῃ βίᾳ εἴτε αὐτὸν εἴτε μάρτυρας ὑπόδικος ἀνδρ. XII, 955 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδισμός: ὁ, οὐσ. τοῦ ἀνδραποδίζω, ὑποδούλωσις καὶ πώλησις πρὸς δουλείαν ἀνθρώπων ἐλευθέρων, ἀπὸ τοῦ ἀνδραποδισμοῦ σφῶν αὐτῶν Θουκ. 2. 68, Ἰσοκρ. 61D, κτλ.· πατρίδος Δημ. 10. 18· πρβλ. ἀνδραποδίζω. ΙΙ. ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν, ἁρπαγὴ καὶ πώλησις ἐλευθέρων ἀνθρώπων, ἢ δούλων εἰς ἄλλους ἀνηκόντων, σωματεμπορία, ὑπόδικος ἀνδραποδισμοῦ, ἐπὶ ἀνδραποδισμῷ, Πλάτ. Νόμ. 879A, 955A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀνδραπόδισις.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de vender como esclavos a poblaciones vencidas, Th.2.68, 5.9, Isoc.4.100, Pl.R.469b, D.1.5, 19.65, Ph.1.261, 675, 2.107, περὶ ἀνδραποδισμοῦ κινδυνεύοντες D.C.Epit.9.26.8.
2 rapto como esclavos de individuos libres ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος Pl.Lg.879a, cf. 955a, Luc.Vit.Auct.7, Bis Acc.13
rapto de un esclavo, PStras.296.9 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ἀνδραποδισμός, ο και ἀνδραπόδισις, η (Α)
η υποδούλωση και πώληση ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, εξανδραποδισμός.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰποδισμός: ὁ, η πώληση ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, υποδούλωση, σκλαβιά, εξανδραποδισμός, σε Θουκ. κ.λπ.