βαρυβρεμέτης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυβρεμέτης]], ο (θηλ. [[βαρυβρεμέτειρα]]) (Α)<br />[[εκείνος]] που βροντά [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[κάνω]] πάταγο, κρότο»].
|mltxt=[[βαρυβρεμέτης]], ο (θηλ. [[βαρυβρεμέτειρα]]) (Α)<br />[[εκείνος]] που βροντά [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[κάνω]] πάταγο, κρότο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠβρεμέτης:''' -ου, ὁ ([[βρέμω]]), αυτός που βροντά [[δυνατά]], ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης ([[βρομέω]]), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρεμέτης Medium diacritics: βαρυβρεμέτης Low diacritics: βαρυβρεμέτης Capitals: ΒΑΡΥΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: barybremétēs Transliteration B: barybremetēs Transliteration C: varyvremetis Beta Code: barubreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.

German (Pape)

[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).

Greek Monolingual

βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.