βάταλος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάτᾰλος Medium diacritics: βάταλος Low diacritics: βάταλος Capitals: ΒΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: bátalos Transliteration B: batalos Transliteration C: vatalos Beta Code: ba/talos

English (LSJ)

[βᾱ], ὁ,

   A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.    II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)

German (Pape)

[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.

French (Bailly abrégé)

v. βάτταλος.

Greek Monolingual

βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Greek Monotonic

βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.