ἀποχρήματος: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποχρήματος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀποχρήματος]] [[ζημία]]» — [[αποστέρηση]] των δικαιωμάτων [[πάνω]] στην πατρική [[περιουσία]]. | |mltxt=[[ἀποχρήματος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀποχρήματος]] [[ζημία]]» — [[αποστέρηση]] των δικαιωμάτων [[πάνω]] στην πατρική [[περιουσία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ζημία ἀ. forfeiture
A of my inheritance, A.Ch.275.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.
Spanish (DGE)
(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.
Greek Monolingual
ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.
Greek Monotonic
ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.